- προνοητοῦ
- προνοητήςsupervisormasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τετραπέρατος — η, ο / τετραπέρατος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. ευφυέστατος, πανέξυπνος μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τετραπέρατα τα τέσσερα πέρατα τού κόσμου μσν. αρχ. αυτός που έχει τέσσερα πέρατα («προνοητοῡ πάσης τῆς τετραπεράτου... κτίσεως», Γρηγ. Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek